περιπέτεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιπέτεια | οι | περιπέτειες |
| γενική | της | περιπέτειας | των | περιπετειών |
| αιτιατική | την | περιπέτεια | τις | περιπέτειες |
| κλητική | περιπέτεια | περιπέτειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιπέτεια < αρχαία ελληνική περιπέτεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈpe.ti.a/
Ουσιαστικό
περιπέτεια θηλυκό
- η τροπή των καταστάσεων που δεν αναμένεται και προκαλεί έντονα συναισθήματα
- (συνεκδοχικά) η αρνητική εξέλιξη των γεγονότων, η ταλαιπωρία
- (μεταφορικά) μια σειρά από γεγονότα με απρόοπτα που προκαλούν αγωνία
- (συνεκδοχικά) η εναλλαγή των απρόοπτων
- (αρχαία τραγωδία) η αιφνίδια μεταβολή του ήρωα από την ευτυχία στη δυστυχία, από την ελπίδα στην απόγνωση κ.λπ. και το αντίστροφο
- (λογοτεχνία / κινηματογράφος) γεγονότα με δράση, αγωνία, ένταση κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) έργο ή ταινία με περιεχόμενο δράσης, αγωνίας, έντασης κ.λπ.
- η σύντομη κι επιφανειακή ερωτική σχέση
Συγγενικά
- περιπετειούλα
- περιπετειώδης
Μεταφράσεις
περιπέτεια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- περιπέτεια < περιπετής
Ουσιαστικό
περιπέτεια θηλυκό
- ανατροπή μιας κατάστασης από την ομαλή ροή των γεγονότων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.