péripétie

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

péripétie < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
péripétie péripéties

péripétie (fr) θηλυκό

  1. η αναπάντεχη ανατροπή
  2. η περιπέτεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.