περίπτερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίπτερο τα περίπτερα
      γενική του περιπτέρου
& περίπτερου
των περιπτέρων
    αιτιατική το περίπτερο τα περίπτερα
     κλητική περίπτερο περίπτερα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίπτερο < ελληνιστική κοινή περίπτερον, ουδέτερο του περίπτερος < περί + αρχαία ελληνική πτερόν ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική kiosque)

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈɾi.pte.ɾo/
περίπτερο στην Ελλάδα
περίπτερο κήπου
περίπτερα έκθεσης

Ουσιαστικό

περίπτερο ουδέτερο

  1. μικρό στεγασμένο κατάστημα σε πεζοδρόμιο που πουλάει διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσης
  2. στεγασμένο κτίσμα σε κήπο που περιβάλλεται από κολονάκια
  3. ξεχωριστό προσωρινό κτίσμα εταιρείας ή οργάνωσης σε έκθεση

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.