περίπτερον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

περίπτερον (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του περίπτερος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του περίπτερος
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: περίπτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.