περίδρομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περίδρομος οι περίδρομοι
      γενική του περίδρομου των περίδρομων
    αιτιατική τον περίδρομο τους περίδρομους
     κλητική περίδρομε περίδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίδρομος < αρχαία ελληνική περίδρομος < περί + δρόμος (το σχοινί που είναι δεμένο ολόγυρα στην άκρη του διχτυού)

Ουσιαστικό

περίδρομος αρσενικό

  1. πόνος στην κοιλιά
  2. κωλικόπονος
  3. φλεγμονή άκρης δακτύλου, παρωνυχία
  4. (λαϊκότροπο) υπερβολική ποσότητα φαγητού

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο: τρώω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού, περιδρομιάζω
      Έκοβε μεγάλες κομματάρες και τις έχωνε στο στόμα του... Έφαγε τον περίδρομο σιγά σιγά, ώσπου δεν βαστούσε πια και σηκώθηκε να πάει να κοιμηθεί. Τζων Στάινμπεκ Τα σταφύλια της οργής, (μετάφραση : Κοσμάς Πολίτης)
 συνώνυμα: τρώω/κατεβάζω τον αγλέουρα/ τον άμπακο/ τον αβλέμονα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.