αγλέουρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγλέουρας οι αγλέουρες
      γενική του αγλέουρα
    αιτιατική τον αγλέουρα τους αγλέουρες
     κλητική αγλέουρα αγλέουρες
Σπάνιος ο πληθυντικός.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγλέουρας ανθισμένος (1)

Ετυμολογία

αγλέουρας < *αλέουρος < *αλέβουρος < *ελέβουρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἑλλέβορος[1]

Ουσιαστικό

αγλέουρας αρσενικό

  1. (φυτό) ποώδες δηλητηριώδες φυτό (επιστημονικό όνομα Helleborus cyclophyllus) με οδοντωτά φύλλα και κιτρινοπράσινα άνθη
  2. (φυτό) το δηλητηριώδες φυτό Euphorbia biglandulosa, που ανήκει στο γένος Ευφορβία και στην οικογένεια των Ευφορβιδών
  3. (λαϊκότροπο, μεταφορικά) υπερβολική ποσότητα φαγητού

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • τρώω τον αγλέουρα: (από το τρώω μέχρι και τον αγλέουρα) τρώω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού
 συνώνυμα: τρώω τον περίδρομο, τρώω τον άμπακο, τρώω τον αβλέμονα
  • να βγάλεις τον αγλέουρα! : να σκάσεις!

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.