αβλέμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αβλέμονας | οι | αβλέμονες |
| γενική | του | αβλέμονα | των | αβλεμόνων |
| αιτιατική | τον | αβλέμονα | τους | αβλέμονες |
| κλητική | αβλέμονα | αβλέμονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβλέμονας < αρχαίο ελληνικό επίθετο *ἀ-βλέμμων που αναφέρεται σε βυθό (μη ορατός βυθός)(κατά Χ. Πανταλίδη και Ν.Π. Ανδριώτη).
- αβλέμονας < από α- στερ. + βλέμμα (κατά Γ. Μπαμπινιώτη), συμφωνώντας με τους παραπάνω.
- αβλέμονας < ευλίμενος (κατά Σ. Μενάρδο) που μετά από την ποσοτική μεταβολή των φωνηέντων κατέληξε ως αυλέμονας (κατά Χάρη Κουτελάκη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈvle.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐βλέ‐μο‐νας
Ουσιαστικό
αβλέμονας αρσενικό
- (ναυτικός όρος): ρηχάδα, κατάλληλος βυθός για αγκυροβολία, αγκυροβόλιο καταφυγής
- βυθός με αρκετό βάθος, άπατα (παρατηρώντας από την ακτή)
- (μεταφορικά) η πολύ μεγάλη κατανάλωση φαγητού
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Αβλέμονας (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
αβλέμονας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.