περίγειο

Νέα ελληνικά (el)

το σημείο 6 είναι το περίγειο της τροχιάς του σώματος 3
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίγειο τα περίγεια
      γενική του περιγείου
& περίγειου
των περιγείων
    αιτιατική το περίγειο τα περίγεια
     κλητική περίγειο περίγεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περίγειο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίγειον (εννοείται σημεῖον), ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου περίγειος < περί- + -γειος < γῆ

Προφορά

ΔΦΑ : /peˈɾi.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περίγειο

Ουσιαστικό

περίγειο ουδέτερο

Αντώνυμα

Υπερώνυμα

Σημειώσεις

  • Όροι για αναφορά σε άλλον πλανήτη ή σώμα αναφοράς, όταν υπάρχει ελλειπτική τροχιά: (Χρειάζεται επεξεργασία)  δείτε τους όρους περιήλιο και αφήλιο
     δείτε  apsis στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.