αφήλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφήλιο τα αφήλια
      γενική του αφήλιου των αφήλιων
    αιτιατική το αφήλιο τα αφήλια
     κλητική αφήλιο αφήλια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφήλιο < ἀφήλιον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aphélie < ἀπό + Ἥλιος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfi.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφήλιο

Ουσιαστικό

αφήλιο ουδέτερο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.