NASA

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

NASA < National Aeronautics and Space Administration (Εθνική Υπηρεσία Αεροναυπηγικής και Διαστήματος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈnæsə/

Συντομομορφή

NASA ακρωνύμιο

  • (αστροναυτική) ΝΑΣΑ, Εθνική Υπηρεσία Αεροναυπηγικής και Διαστήματος των ΗΠΑ

Σημειώσεις

  • στα ελληνικά σπάνια γράφεται με ελληνικό αλφάβητο ΝΑΣΑ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.