πεντάλεπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεντάλεπτος | η | πεντάλεπτη | το | πεντάλεπτο |
| γενική | του | πεντάλεπτου | της | πεντάλεπτης | του | πεντάλεπτου |
| αιτιατική | τον | πεντάλεπτο | την | πεντάλεπτη | το | πεντάλεπτο |
| κλητική | πεντάλεπτε | πεντάλεπτη | πεντάλεπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεντάλεπτοι | οι | πεντάλεπτες | τα | πεντάλεπτα |
| γενική | των | πεντάλεπτων | των | πεντάλεπτων | των | πεντάλεπτων |
| αιτιατική | τους | πεντάλεπτους | τις | πεντάλεπτες | τα | πεντάλεπτα |
| κλητική | πεντάλεπτοι | πεντάλεπτες | πεντάλεπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /penˈda.le.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντά‐λε‐πτος
Επίθετο
πεντάλεπτος, -η, -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πεντάλεπτος
|
|
Αναφορές
- πεντάλεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.