προσπέλασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσπέλασῐς αἱ προσπελάσεις
      γενική τῆς προσπελάσεως τῶν προσπελάσεων
      δοτική τῇ προσπελάσει ταῖς προσπελάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσπέλασῐν τὰς προσπελάσεις
     κλητική ! προσπέλασῐ προσπελάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσπελάσει
γεν-δοτ τοῖν  προσπελασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσπέλασις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προσπέλασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.