πεζοπόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεζοπόρος | η | πεζοπόρα | το | πεζοπόρο |
| γενική | του | πεζοπόρου | της | πεζοπόρας | του | πεζοπόρου |
| αιτιατική | τον | πεζοπόρο | την | πεζοπόρα | το | πεζοπόρο |
| κλητική | πεζοπόρε | πεζοπόρα | πεζοπόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεζοπόροι | οι | πεζοπόρες | τα | πεζοπόρα |
| γενική | των | πεζοπόρων | των | πεζοπόρων | των | πεζοπόρων |
| αιτιατική | τους | πεζοπόρους | τις | πεζοπόρες | τα | πεζοπόρα |
| κλητική | πεζοπόροι | πεζοπόρες | πεζοπόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεζοπόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζοπόρος < αρχαία ελληνική πεζό(ς) + πόρος. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -πόρος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.zoˈpo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐πό‐ρος
Ουσιαστικό
πεζοπόρος αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πεζοπόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πεζοπόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.