πεζολάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεζολάτης οι πεζολάτες
      γενική του πεζολάτη των πεζολατών
    αιτιατική τον πεζολάτη τους πεζολάτες
     κλητική πεζολάτη πεζολάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεζολάτης < πεζ(ός) + -ο- + -λάτης (< αρχαία ελληνική ἐλαύνω

Ουσιαστικό

πεζολάτης αρσενικό

  1. (λογοτεχνικό, ποιητικός τύπος) πεζοπόρος, οδοιπόρος
  2. (λογοτεχνικό, ποιητικός τύπος) πεζικάριος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.