πεζολάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πεζολάτης | οι | πεζολάτες |
| γενική | του | πεζολάτη | των | πεζολατών |
| αιτιατική | τον | πεζολάτη | τους | πεζολάτες |
| κλητική | πεζολάτη | πεζολάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεζολάτης < πεζ(ός) + -ο- + -λάτης (< αρχαία ελληνική ἐλαύνω
Ουσιαστικό
πεζολάτης αρσενικό
- (λογοτεχνικό, ποιητικός τύπος) πεζοπόρος, οδοιπόρος
- (λογοτεχνικό, ποιητικός τύπος) πεζικάριος
Μεταφράσεις
πεζολάτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.