πεζοπορώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πεζοπορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεζοπορῶ, συνηρημένος τύπος του πεζοπορέω. Συγχρονικά αναλύεται σε πεζο- + -πορώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.zo.poˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐πο‐ρώ
Ρήμα
πεζοπορώ, -είς,, πρτ.: πεζοπορούσα, αόρ.: πεζοπόρησα[1] (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- πεζοπορία
- πεζοπορικά (επίρρημα)
- πεζοπορικός
- πεζοπορικώς (επίρρημα)
- πεζοπόρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πεζοπορώ | πεζοπορούσα | θα πεζοπορώ | να πεζοπορώ | πεζοπορώντας | |
| β' ενικ. | πεζοπορείς | πεζοπορούσες | θα πεζοπορείς | να πεζοπορείς | (πεζοπόρει) | |
| γ' ενικ. | πεζοπορεί | πεζοπορούσε | θα πεζοπορεί | να πεζοπορεί | ||
| α' πληθ. | πεζοπορούμε | πεζοπορούσαμε | θα πεζοπορούμε | να πεζοπορούμε | ||
| β' πληθ. | πεζοπορείτε | πεζοπορούσατε | θα πεζοπορείτε | να πεζοπορείτε | πεζοπορείτε | |
| γ' πληθ. | πεζοπορούν(ε) | πεζοπορούσαν(ε) | θα πεζοπορούν(ε) | να πεζοπορούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πεζοπόρησα | θα πεζοπορήσω | να πεζοπορήσω | πεζοπορήσει | ||
| β' ενικ. | πεζοπόρησες | θα πεζοπορήσεις | να πεζοπορήσεις | πεζοπόρησε | ||
| γ' ενικ. | πεζοπόρησε | θα πεζοπορήσει | να πεζοπορήσει | |||
| α' πληθ. | πεζοπορήσαμε | θα πεζοπορήσουμε | να πεζοπορήσουμε | |||
| β' πληθ. | πεζοπορήσατε | θα πεζοπορήσετε | να πεζοπορήσετε | πεζοπορήστε | ||
| γ' πληθ. | πεζοπόρησαν πεζοπορήσαν(ε) |
θα πεζοπορήσουν(ε) | να πεζοπορήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πεζοπορήσει | είχα πεζοπορήσει | θα έχω πεζοπορήσει | να έχω πεζοπορήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πεζοπορήσει | είχες πεζοπορήσει | θα έχεις πεζοπορήσει | να έχεις πεζοπορήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πεζοπορήσει | είχε πεζοπορήσει | θα έχει πεζοπορήσει | να έχει πεζοπορήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πεζοπορήσει | είχαμε πεζοπορήσει | θα έχουμε πεζοπορήσει | να έχουμε πεζοπορήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πεζοπορήσει | είχατε πεζοπορήσει | θα έχετε πεζοπορήσει | να έχετε πεζοπορήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πεζοπορήσει | είχαν πεζοπορήσει | θα έχουν πεζοπορήσει | να έχουν πεζοπορήσει |
| |
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.