φθογγόσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φθογγόσημο | τα | φθογγόσημα |
| γενική | του | φθογγόσημου & φθογγοσήμου |
των | φθογγόσημων & φθογγοσήμων |
| αιτιατική | το | φθογγόσημο | τα | φθογγόσημα |
| κλητική | φθογγόσημο | φθογγόσημα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φθογγόσημο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φθογγόσημο ουδέτερο
- (μουσική) σύμβολο που τοποθετείται σε πεντάγραμμο και αντιπροσωπεύει ένα μουσικό ήχο ορισμένης διάρκειας και συχνότητας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.