αλισβερίσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλισβερίσι τα αλισβερίσια
      γενική του αλισβερισιού των αλισβερισιών
    αιτιατική το αλισβερίσι τα αλισβερίσια
     κλητική αλισβερίσι αλισβερίσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλισβερίσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική alιşveriş + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.lis.veˈɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλισβερίσι

Ουσιαστικό

αλισβερίσι ουδέτερο

  1. η δοσοληψία, η αγοραπωλησία
  2. η εμπορική συναλλαγή
    Εν μέσω Τουρκοκρατίας ορισμένα ορεινά χωρία της Θεσσαλίας είχαν αλισβερίσια με τη Βιέννη. Την πραγμάτιά τους -διαφόρων ειδών νήματα και υφάσματα- την μετέφεραν με καραβάνια εκεί. Το αλισβερίσι αυτό σταμάτησε με τον ερχομό της βιομηχανικής επανάνστασης.
  3. σχέση
    να μου λείπουν τα αλισβερίσια με τέτοια υποκείμενα!

  • αλισιβερίσι
  • αλισφερίσι

Συνώνυμα

Παροιμίες

  • «με τους δικούς σου φάε πιες και αλισβερίσι μη κάνεις»

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.