παρηκμασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρηκμασμένος η παρηκμασμένη το παρηκμασμένο
      γενική του παρηκμασμένου της παρηκμασμένης του παρηκμασμένου
    αιτιατική τον παρηκμασμένο την παρηκμασμένη το παρηκμασμένο
     κλητική παρηκμασμένε παρηκμασμένη παρηκμασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρηκμασμένοι οι παρηκμασμένες τα παρηκμασμένα
      γενική των παρηκμασμένων των παρηκμασμένων των παρηκμασμένων
    αιτιατική τους παρηκμασμένους τις παρηκμασμένες τα παρηκμασμένα
     κλητική παρηκμασμένοι παρηκμασμένες παρηκμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρηκμασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακμάζω

Μετοχή

παρηκμασμένος, -η, -ο

  • που έχει παρακμάσει, έχει αρχίσει με τη μεταφορική έννοια να αποσυντίθεται, που παρουσιάζει σημεία παρακμής
    Η παρηκμασμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.