παρακμιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρακμιακός | η | παρακμιακή | το | παρακμιακό |
| γενική | του | παρακμιακού | της | παρακμιακής | του | παρακμιακού |
| αιτιατική | τον | παρακμιακό | την | παρακμιακή | το | παρακμιακό |
| κλητική | παρακμιακέ | παρακμιακή | παρακμιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρακμιακοί | οι | παρακμιακές | τα | παρακμιακά |
| γενική | των | παρακμιακών | των | παρακμιακών | των | παρακμιακών |
| αιτιατική | τους | παρακμιακούς | τις | παρακμιακές | τα | παρακμιακά |
| κλητική | παρακμιακοί | παρακμιακές | παρακμιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παρακμιακός, -ή, -ό
- που παρουσιάζει σημεία παρακμής, αποσύνθεσης, που χαρακτηρίζεται από παρηκμασμένο τρόπο ζωής, επιλογές, που είναι σε διαδρομή φθοράς, δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον, ίσως ανήθικος ή άσωτος
- Κυριαρχούσε παρακμιακό κλίμα
- που δημιουργεί σε εποχή παρακμής
- που σχετίζεται με το παρακμιακό ρεύμα στη λογοτεχνία, ζωγραφική κ.α.
- Ο Οσκαρ Ουάιλντ χαρακτηρίζεται ένας από τους σημαντικότερους παρακμιακούς λογοτέχνες
Συγγενικά
- παρακμιακά
- → δείτε τις λέξεις παρακμάζω, ακμάζω και ακμή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.