παρευρεθείς
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾe.vɾeˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρευ‐ρε‐θείς
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρευρεθείς | η | παρευρεθείσα | το | παρευρεθέν |
| γενική | του | παρευρεθέντος | της | παρευρεθείσας & παρευρεθείσης* |
του | παρευρεθέντος |
| αιτιατική | τον | παρευρεθέντα | την | παρευρεθείσα | το | παρευρεθέν |
| κλητική | παρευρεθείς | παρευρεθείσα | παρευρεθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρευρεθέντες | οι | παρευρεθείσες | τα | παρευρεθέντα |
| γενική | των | παρευρεθέντων | των | παρευρεθεισών | των | παρευρεθέντων |
| αιτιατική | τους | παρευρεθέντες | τις | παρευρεθείσες | τα | παρευρεθέντα |
| κλητική | παρευρεθέντες | παρευρεθείσες | παρευρεθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- παρευρεθείς (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρευρεθείς (αρχαία σημασία: που ανακαλύφθηκε ξανά)
Μετοχή
παρευρεθείς, -είσα, -έν (μετοχή παθητικού αορίστου)
- (λόγιο) μετοχή αορίστου του μεσοπαθητικού ρήματος παρευρίσκομαι: που παραβρέθηκε
Ετυμολογία 2
- παρευρεθείς: ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
παρευρεθείς
- β΄ πρόσωπο ενικού εξαρτημένου τύπου του παρευρίσκομαι όπως
- να, ας, αν, ίσως κ.λπ. παρευρεθείς
- ↪ θα παρευρεθείς (χρόνος: στιγμιαίος μέλλοντας)
- παλιότερη γραφή: παρευρεθεῖς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | παρευρεθείς | ἡ | παρευρεθεῖσᾰ | τὸ | παρευρεθέν |
| γενική | τοῦ | παρευρεθέντος | τῆς | παρευρεθείσης | τοῦ | παρευρεθέντος |
| δοτική | τῷ | παρευρεθέντῐ | τῇ | παρευρεθείσῃ | τῷ | παρευρεθέντῐ |
| αιτιατική | τὸν | παρευρεθέντᾰ | τὴν | παρευρεθεῖσᾰν | τὸ | παρευρεθέν |
| κλητική ὦ! | παρευρεθείς | παρευρεθεῖσᾰ | παρευρεθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | παρευρεθέντες | αἱ | παρευρεθεῖσαι | τὰ | παρευρεθέντᾰ |
| γενική | τῶν | παρευρεθέντων | τῶν | παρευρεθεισῶν | τῶν | παρευρεθέντων |
| δοτική | τοῖς | παρευρεθεῖσῐ(ν) | ταῖς | παρευρεθείσαις | τοῖς | παρευρεθεῖσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | παρευρεθέντᾰς | τὰς | παρευρεθείσᾱς | τὰ | παρευρεθέντᾰ |
| κλητική ὦ! | παρευρεθέντες | παρευρεθεῖσαι | παρευρεθέντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρευρεθέντε | τὼ | παρευρεθείσᾱ | τὼ | παρευρεθέντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | παρευρεθέντοιν | τοῖν | παρευρεθείσαιν | τοῖν | παρευρεθέντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
παρευρεθείς, -εῖσα, -έν
- μετοχή παθητικού αορίστου (παρευρέθην) του ρήματος παρευρίσκω
- σημασία: που ανακαλύφτηκε ξανά
- όψιμη ελληνιστική σημασία που παραβρέθηκε
- ※ 6oς αιώνας - Ιουστινιανός, Επιστ. Θεόδωρος Μο(μ)ψουεστίας 154 snippet@books.google[1]
- συναγωγών ἐν Χαλκηδόνι τὴν τῶν πατέρων σύνοδον, παρόντων Διοσκόρου καὶ Εὐτυχοῦς, μεθ’ ὧν καὶ αὐτὸς παρευρεθείς.
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
→ δείτε και και το λήμμα Three-Chapter Controversy στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.