παρεπόμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρεπόμενο | τα | παρεπόμενα |
| γενική | του | παρεπόμενου & παρεπομένου |
των | παρεπόμενων & παρεπομένων |
| αιτιατική | το | παρεπόμενο | τα | παρεπόμενα |
| κλητική | παρεπόμενο | παρεπόμενα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρεπόμενο: ενικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τὰ παρεπόμενα (έκφραση στον πληθυντικό του παρεπόμενον) [1][2] < αρχαία ελληνική παρεπόμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος παρέπομαι
- Και ουσιαστικοποιημένο στον πληθυντικό: τα παρεπόμενα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾeˈpo.me.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρε‐πό‐με‐νο
Ουσιαστικό
παρεπόμενο ουδέτερο
- (λόγιο) η συνέπεια, το αποτέλεσμα (συνήθως στον πληθυντικό)
- ≈ συνώνυμα: επακόλουθο, συνεπακόλουθο, απότοκο· για τον πληθυντικό: συμπαρομαρτούντα
- για τον όρο της γραμματικής → δείτε τον πληθυντικό παρεπόμενα
- παρεπόμενα (γραμματική)
Μεταφράσεις
παρεπόμενο
|
Κλιτικός τύπος μετοχής
παρεπόμενο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παρεπόμενος
Αναφορές
- παρεπόμενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παρεπόμενος, παρεπόμενο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.