συνεπακόλουθο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | συνεπακόλουθο | τα | συνεπακόλουθα |
| γενική | του | συνεπακόλουθου | των | συνεπακόλουθων |
| αιτιατική | το | συνεπακόλουθο | τα | συνεπακόλουθα |
| κλητική | συνεπακόλουθο | συνεπακόλουθα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνεπακόλουθο < αρχαία ελληνική συνεπακολουθέω / συνεπακολουθῶ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.