παρέπομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παρέπομαι < (παρα-) παρ- + ἕπομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sekʷ- (ακολουθώ)

Ρήμα

παρέπομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. συνοδεύω, ακολουθώ από δίπλα
  2. έρχομαι ως συνέπεια ή αποτέλεσμα

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.