επακόλουθο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επακόλουθο τα επακόλουθα
      γενική του επακόλουθου των επακόλουθων
    αιτιατική το επακόλουθο τα επακόλουθα
     κλητική επακόλουθο επακόλουθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επακόλουθο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επακόλουθος

Ουσιαστικό

επακόλουθο ουδέτερο

  • αυτό που προκύπτει ως φυσική συνέπεια, απόρροια μιας προηγούμενης ενέργειας ή κατάστασης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.