παρεπόμενον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παρεπόμενον τὰ παρεπόμεν
      γενική τοῦ παρεπομένου τῶν παρεπομένων
      δοτική τῷ παρεπομέν τοῖς παρεπομένοις
    αιτιατική τὸ παρεπόμενον τὰ παρεπόμεν
     κλητική ! παρεπόμενον παρεπόμεν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεπομένω
γεν-δοτ τοῖν  παρεπομένοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παρεπόμενον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής παρεπόμενος, ήδη στον Αριστοτέλη (@scaife.perseus)

Ουσιαστικό

παρεπόμενον, -ου

Ετυμολογία 2

παρεπόμενον: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος μετοχής

παρεπόμενον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του παρεπόμενος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παρεπόμενος

Αναφορές

  1. παρεπόμενο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.