ανάδοχος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανάδοχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνάδοχος < ἀνάδέχομαι (αναλαμβάνω, δέχομαι). Συγχρονικά αναλύεται σε ανά- + -δοχος
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ανάδοχος | οι | ανάδοχοι |
| γενική | του/της του |
αναδόχου ανάδοχου |
των | αναδόχων |
| αιτιατική | τον/την | ανάδοχο | τους/τις | αναδόχους |
| κλητική | ανάδοχε | ανάδοχοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ανάδοχος αρσενικό ή θηλυκό
- η επίσημη ονομασία του νονού
- (για γονέα, συνήθως στον πληθυντικό) το άτομο στο οποίο έχει δοθεί προσωρινά ή μέχρι την ενηλικίωσή του η αναδοχή ενός παιδιού
- κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η μελέτη ή/και η εκτέλεση ή/και η επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου για λογαριασμό του κυρίου του έργου (Π.Δ. 305/96)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.