συμβασιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμβασιούχος | η | συμβασιούχος & συμβασιούχα |
το | συμβασιούχο |
| γενική | του | συμβασιούχου | της | συμβασιούχου & συμβασιούχας |
του | συμβασιούχου |
| αιτιατική | τον | συμβασιούχο | τη | συμβασιούχο & συμβασιούχα |
το | συμβασιούχο |
| κλητική | συμβασιούχε | συμβασιούχε & συμβασιούχα |
συμβασιούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμβασιούχοι | οι | συμβασιούχοι & συμβασιούχες |
τα | συμβασιούχα |
| γενική | των | συμβασιούχων | των | συμβασιούχων | των | συμβασιούχων |
| αιτιατική | τους | συμβασιούχους | τις | συμβασιούχους & συμβασιούχες |
τα | συμβασιούχα |
| κλητική | συμβασιούχοι | συμβασιούχοι & συμβασιούχες |
συμβασιούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμβασιούχος < (αρχαία ελληνική, καθαρεύουσα) σύμβασι(ς) (σύμβαση) + -ούχος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siɱ.va.siˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βα‐σι‐ού‐χος
Μεταφράσεις
συμβασιούχος
Αναφορές
- συμβασιούχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.