συμβασιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβασιούχος η συμβασιούχος
& συμβασιούχα
το συμβασιούχο
      γενική του συμβασιούχου της συμβασιούχου
& συμβασιούχας
του συμβασιούχου
    αιτιατική τον συμβασιούχο τη συμβασιούχο
& συμβασιούχα
το συμβασιούχο
     κλητική συμβασιούχε συμβασιούχε
& συμβασιούχα
συμβασιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβασιούχοι οι συμβασιούχοι
& συμβασιούχες
τα συμβασιούχα
      γενική των συμβασιούχων των συμβασιούχων των συμβασιούχων
    αιτιατική τους συμβασιούχους τις συμβασιούχους
& συμβασιούχες
τα συμβασιούχα
     κλητική συμβασιούχοι συμβασιούχοι
& συμβασιούχες
συμβασιούχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμβασιούχος < (αρχαία ελληνική, καθαρεύουσα) σύμβασι(ς) (σύμβαση) + -ούχος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /siɱ.va.siˈu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμβασιούχος

Επίθετο

συμβασιούχος, -ος / -α, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.