refer

Αγγλικά (en)

ενεστώτας refer
γ΄ ενικό ενεστώτα refers
αόριστος referred
παθητική μετοχή referred
ενεργητική μετοχή referring

Προφορά

ΔΦΑ : /ɹɪˈfɜː/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ɹɪˈfɝ/ (ΗΠΑ)

Ρήμα

refer (en)

  • παραπέμπω, στέλνω κάποιον ή κάτι σε κάποιον ή κάτι για βοήθεια, συμβουλή ή απόφαση
    The dispute was referred to arbitration.
    Η διαφορά παραπέμφθηκε στη διαιτησία.
    They referred me to the Manager.
    Με παράπεμψαν στο Διευθυντή.
    The reader is referred to…
    Ο αναγνώστης παραπέμπεται εις…

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.