indict

Αγγλικά (en)

ενεστώτας indict
γ΄ ενικό ενεστώτα indicts
αόριστος indicted
παθητική μετοχή indicted
ενεργητική μετοχή indicting

Προφορά

/ɪnˈdʌɪt/

Ρήμα

indict (en)

  1. κατηγορώ, διώκω
  2. (νομικός όρος) (στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα, για μια ομάδα ενόρκων) παραπέμπω, εγκρίνω τις κατηγορίες που προτείνει ο εισαγγελέας ώστε ο κατηγορούμενος να οδηγηθεί σε δίκη
    He was indicted for complicity.
    Παραπέμφθηκε για συνέργεια.

Παράγωγα

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.