suivi
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- suivi < suivre
Προφορά
- ΔΦΑ : /sɥi.vi/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | suivi | suivis |
| θηλυκό | suivie | suivies |
suivi (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| suivi | suivis |
suivi (fr) αρσενικό
- η επίβλεψη μιας υπόθεσης επί αρκετό χρόνο, η παρακολούθηση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη suivre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.