écoute
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- écoute < écouter
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| écoute | écoutes |
écoute (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ο σκοπός, ο φρουρός
- η φρουρά
- η παρακολούθηση, η υποκλοπή
- η ακρόαση, το άκουσμα
- η σκότα
Ετυμολογία
- écoute < αρχαία σκανδιναβική skaut, κάτω γωνία του πανιού και, αργότερα, σχοινί που φεύγει από αυτή τη γωνία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.