écoute

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

écoute < écouter

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
écoute écoutes

écoute (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) ο σκοπός, ο φρουρός
  2. η φρουρά
  3. η παρακολούθηση, η υποκλοπή
  4. η ακρόαση, το άκουσμα
  5. η σκότα

Συγγενικά

Ετυμολογία

écoute < αρχαία σκανδιναβική skaut, κάτω γωνία του πανιού και, αργότερα, σχοινί που φεύγει από αυτή τη γωνία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
écoute écoutes

écoute (fr) θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.