παρακολούθησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρακολούθησῐς | αἱ | παρακολουθήσεις |
| γενική | τῆς | παρακολουθήσεως | τῶν | παρακολουθήσεων |
| δοτική | τῇ | παρακολουθήσει | ταῖς | παρακολουθήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | παρακολούθησῐν | τὰς | παρακολουθήσεις |
| κλητική ὦ! | παρακολούθησῐ | παρακολουθήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρακολουθήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρακολουθησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρακολούθησις < παρακολουθέω / παρακολουθώ, παρακολουθη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἀκολούθησις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παρακολούθηση
Πηγές
- παρακολούθησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.