παρακολουθήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρακολουθήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακολουθώ
  2. θα παρακολουθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακολουθώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παρακολουθήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρακολούθηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.