παρακολουθήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
παρακολουθήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακολουθώ
- θα παρακολουθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακολουθώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
παρακολουθήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρακολούθηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.