παραδοσιαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραδοσιαρχία | οι | παραδοσιαρχίες |
| γενική | της | παραδοσιαρχίας | των | παραδοσιαρχιών |
| αιτιατική | την | παραδοσιαρχία | τις | παραδοσιαρχίες |
| κλητική | παραδοσιαρχία | παραδοσιαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραδοσιαρχία < παράδοσι(ς)- + -αρχία
Μεταφράσεις
παραδοσιαρχία
|
→ δείτε τη λέξη παραδοσιοκρατία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.