παραδοξολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραδοξολόγος | η | παραδοξολόγα | το | παραδοξολόγο |
| γενική | του | παραδοξολόγου | της | παραδοξολόγας | του | παραδοξολόγου |
| αιτιατική | τον | παραδοξολόγο | την | παραδοξολόγα | το | παραδοξολόγο |
| κλητική | παραδοξολόγε | παραδοξολόγα | παραδοξολόγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραδοξολόγοι | οι | παραδοξολόγες | τα | παραδοξολόγα |
| γενική | των | παραδοξολόγων | των | παραδοξολόγων | των | παραδοξολόγων |
| αιτιατική | τους | παραδοξολόγους | τις | παραδοξολόγες | τα | παραδοξολόγα |
| κλητική | παραδοξολόγοι | παραδοξολόγες | παραδοξολόγα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραδοξολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραδοξολόγος < αρχαία ελληνική παράδοξ(ος) + -ο- + -λόγος
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο
παραδοξολόγος, -α, -ο
- που συνηθίζει να λέει παράδοξες, απίστευτες ιστορίες
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παραδοξολόγος
|
|
Πηγές
- παραδοξολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παραδοξολόγος | τὸ | παραδοξολόγον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | παραδοξολόγου | τοῦ | παραδοξολόγου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | παραδοξολόγῳ | τῷ | παραδοξολόγῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παραδοξολόγον | τὸ | παραδοξολόγον | ||
| κλητική ὦ! | παραδοξολόγε | παραδοξολόγον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παραδοξολόγοι | τὰ | παραδοξολόγᾰ | ||
| γενική | τῶν | παραδοξολόγων | τῶν | παραδοξολόγων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παραδοξολόγοις | τοῖς | παραδοξολόγοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παραδοξολόγους | τὰ | παραδοξολόγᾰ | ||
| κλητική ὦ! | παραδοξολόγοι | παραδοξολόγᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραδοξολόγω | τὼ | παραδοξολόγω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παραδοξολόγοιν | τοῖν | παραδοξολόγοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραδοξολόγος < αρχαία ελληνική παράδοξ(ος) + -ο- + -λόγος
Επίθετο
παραδοξολόγος, -ος, ον
Πηγές
- παραδοξολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραδοξολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.