παραδοξολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραδοξολόγημα | τα | παραδοξολογήματα |
| γενική | του | παραδοξολογήματος | των | παραδοξολογημάτων |
| αιτιατική | το | παραδοξολόγημα | τα | παραδοξολογήματα |
| κλητική | παραδοξολόγημα | παραδοξολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραδοξολόγημα < (ελληνιστική κοινή) < παραδοξολογέω, -ῶ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.