παρεμβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρεμβατικός | η | παρεμβατική | το | παρεμβατικό |
| γενική | του | παρεμβατικού | της | παρεμβατικής | του | παρεμβατικού |
| αιτιατική | τον | παρεμβατικό | την | παρεμβατική | το | παρεμβατικό |
| κλητική | παρεμβατικέ | παρεμβατική | παρεμβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρεμβατικοί | οι | παρεμβατικές | τα | παρεμβατικά |
| γενική | των | παρεμβατικών | των | παρεμβατικών | των | παρεμβατικών |
| αιτιατική | τους | παρεμβατικούς | τις | παρεμβατικές | τα | παρεμβατικά |
| κλητική | παρεμβατικοί | παρεμβατικές | παρεμβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρεμβατικός < παρεμβαίνω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική interventionniste)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παρεμβαίνω και βαίνω
Μεταφράσεις
παρεμβατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.