ξεκούρντιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξεκούρντιστος | η | ξεκούρντιστη | το | ξεκούρντιστο |
| γενική | του | ξεκούρντιστου | της | ξεκούρντιστης | του | ξεκούρντιστου |
| αιτιατική | τον | ξεκούρντιστο | την | ξεκούρντιστη | το | ξεκούρντιστο |
| κλητική | ξεκούρντιστε | ξεκούρντιστη | ξεκούρντιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξεκούρντιστοι | οι | ξεκούρντιστες | τα | ξεκούρντιστα |
| γενική | των | ξεκούρντιστων | των | ξεκούρντιστων | των | ξεκούρντιστων |
| αιτιατική | τους | ξεκούρντιστους | τις | ξεκούρντιστες | τα | ξεκούρντιστα |
| κλητική | ξεκούρντιστοι | ξεκούρντιστες | ξεκούρντιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξεκούρντιστος < ξεκουρντίζω + -τος
Μεταφράσεις
ξεκούρντιστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.