κουρδίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουρδίζω < μεσαιωνική ελληνική κουρντίζω και κουρδίζω < χορδή ή λατινικό corda < χορδή
Ρήμα
κουρδίζω και κουρντίζω
- συσπειρώνω το ελατήριο που χρησιμοποιείται για να δίνει ενέργεια σε ρολόι ή άλλο μηχανισμό
- (μουσική) ρυθμίζω μουσικό όργανο ώστε να παράγει τις νότες στον επιθυμητό τόνο
- (μεταφορικά) διεγείρω, τσιγκλάω κάποιον
Αντώνυμα
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κουρδίζω | κούρδιζα | θα κουρδίζω | να κουρδίζω | κουρδίζοντας | |
| β' ενικ. | κουρδίζεις | κούρδιζες | θα κουρδίζεις | να κουρδίζεις | κούρδιζε | |
| γ' ενικ. | κουρδίζει | κούρδιζε | θα κουρδίζει | να κουρδίζει | ||
| α' πληθ. | κουρδίζουμε | κουρδίζαμε | θα κουρδίζουμε | να κουρδίζουμε | ||
| β' πληθ. | κουρδίζετε | κουρδίζατε | θα κουρδίζετε | να κουρδίζετε | κουρδίζετε | |
| γ' πληθ. | κουρδίζουν(ε) | κούρδιζαν κουρδίζαν(ε) |
θα κουρδίζουν(ε) | να κουρδίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κούρδισα | θα κουρδίσω | να κουρδίσω | κουρδίσει | ||
| β' ενικ. | κούρδισες | θα κουρδίσεις | να κουρδίσεις | κούρδισε | ||
| γ' ενικ. | κούρδισε | θα κουρδίσει | να κουρδίσει | |||
| α' πληθ. | κουρδίσαμε | θα κουρδίσουμε | να κουρδίσουμε | |||
| β' πληθ. | κουρδίσατε | θα κουρδίσετε | να κουρδίσετε | κουρδίστε | ||
| γ' πληθ. | κούρδισαν κουρδίσαν(ε) |
θα κουρδίσουν(ε) | να κουρδίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κουρδίσει | είχα κουρδίσει | θα έχω κουρδίσει | να έχω κουρδίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κουρδίσει | είχες κουρδίσει | θα έχεις κουρδίσει | να έχεις κουρδίσει | έχε κουρδισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει κουρδίσει | είχε κουρδίσει | θα έχει κουρδίσει | να έχει κουρδίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κουρδίσει | είχαμε κουρδίσει | θα έχουμε κουρδίσει | να έχουμε κουρδίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κουρδίσει | είχατε κουρδίσει | θα έχετε κουρδίσει | να έχετε κουρδίσει | έχετε κουρδισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν κουρδίσει | είχαν κουρδίσει | θα έχουν κουρδίσει | να έχουν κουρδίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κουρδισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κουρδισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κουρδισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κουρδισμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.