πανόμοιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πανόμοιος | η | πανόμοια | το | πανόμοιο |
| γενική | του | πανόμοιου | της | πανόμοιας | του | πανόμοιου |
| αιτιατική | τον | πανόμοιο | την | πανόμοια | το | πανόμοιο |
| κλητική | πανόμοιε | πανόμοια | πανόμοιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πανόμοιοι | οι | πανόμοιες | τα | πανόμοια |
| γενική | των | πανόμοιων | των | πανόμοιων | των | πανόμοιων |
| αιτιατική | τους | πανόμοιους | τις | πανόμοιες | τα | πανόμοια |
| κλητική | πανόμοιοι | πανόμοιες | πανόμοια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανόμοιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πανόμοιος < αρχαία ελληνική πᾶς (παν-) + ὅμοιος / ὁμοῖος
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈno.mi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νό‐μοι‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : παν‐ό‐μοι‐ος
Συγγενικά
- πανομοιότυπος
- → δείτε τις λέξεις πας και όμοιος
Μεταφράσεις
πανόμοιος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πανόμοιος | τὸ | πανόμοιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πανομοίου | τοῦ | πανομοίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πανομοίῳ | τῷ | πανομοίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πανόμοιον | τὸ | πανόμοιον | ||
| κλητική ὦ! | πανόμοιε | πανόμοιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πανόμοιοι | τὰ | πανόμοιᾰ | ||
| γενική | τῶν | πανομοίων | τῶν | πανομοίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πανομοίοις | τοῖς | πανομοίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πανομοίους | τὰ | πανόμοιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πανόμοιοι | πανόμοιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανομοίω | τὼ | πανομοίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πανομοίοιν | τοῖν | πανομοίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πανόμοιος < αρχαία ελληνική πᾶς (παν-) + ὅμοιος / ὁμοῖος
- πανομοίϊος
Συγγενικά
- πανομοίως
Πηγές
- πανόμοιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανόμοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.