πανομοιότυπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανομοιότυπος η πανομοιότυπη το πανομοιότυπο
      γενική του πανομοιότυπου της πανομοιότυπης του πανομοιότυπου
    αιτιατική τον πανομοιότυπο την πανομοιότυπη το πανομοιότυπο
     κλητική πανομοιότυπε πανομοιότυπη πανομοιότυπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανομοιότυποι οι πανομοιότυπες τα πανομοιότυπα
      γενική των πανομοιότυπων των πανομοιότυπων των πανομοιότυπων
    αιτιατική τους πανομοιότυπους τις πανομοιότυπες τα πανομοιότυπα
     κλητική πανομοιότυποι πανομοιότυπες πανομοιότυπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανομοιότυπος < παν- + ελληνιστική κοινή ὁμοιότυπος

Επίθετο

πανομοιότυπος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.