παλλάδιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- παλλάδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική palladium < αρχαία ελληνική παλλάδιον, υποκοριστικό του Παλλάς (επίθετο της θεάς Αθηνάς)
Ουσιαστικό
παλλάδιο ουδέτερο στον ενικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλλάδιο | τα | παλλάδια |
| γενική | του | παλλαδίου & παλλάδιου |
των | παλλαδίων |
| αιτιατική | το | παλλάδιο | τα | παλλάδια |
| κλητική | παλλάδιο | παλλάδια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- άγαλμα της Παλλάδας Αθηνάς (όπως αυτό που προστάτευε την πόλη της Τροίας)
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 46 και χημικό σύμβολο το Pd
Σύνθετα
- παλλαδιούχος
- τετραφθοροπαλλάδιο
-
παλλάδιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
παλλάδιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.