τετραφθοροπαλλάδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετραφθοροπαλλάδιο τα τετραφθοροπαλλάδια
      γενική του τετραφθοροπαλλαδίου
& τετραφθοροπαλλάδιου
των τετραφθοροπαλλαδίων
    αιτιατική το τετραφθοροπαλλάδιο τα τετραφθοροπαλλάδια
     κλητική τετραφθοροπαλλάδιο τετραφθοροπαλλάδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραφθοροπαλλάδιο < τετραφθορο- + παλλάδιο

Ουσιαστικό

τετραφθοροπαλλάδιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.