Τροία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τροία | οι | Τροίες |
| γενική | της | Τροίας | — | |
| αιτιατική | την | Τροία | τις | Τροίες |
| κλητική | Τροία | Τροίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τροία < αρχαία ελληνική Τροία
Κύριο όνομα
Τροία θηλυκό
- (τοπωνύμιο, ιστορία) προϊστορική πόλη στη βορειανατολική ακτή της Μικράς Ασίας, το επίκεντρο του Τρωικού πολέμου, που ανασκάφηκε από τον Ερρίκο Σλήμαν
Συνώνυμα
-
Τροία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Τροία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.