παλαιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλαιστής οι παλαιστές
      γενική του παλαιστή των παλαιστών
    αιτιατική τον παλαιστή τους παλαιστές
     κλητική παλαιστή παλαιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παλαιστές στους Ολυμπιακούς Αγώνες του στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 2016

Ετυμολογία

παλαιστής < αρχαία ελληνική παλαιστής < παλαίω

Ουσιαστικό

παλαιστής αρσενικό (θηλυκό παλαίστρια)

Συγγενικά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παλαιστής θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.