παλαιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παλαιστικός | η | παλαιστική | το | παλαιστικό |
| γενική | του | παλαιστικού | της | παλαιστικής | του | παλαιστικού |
| αιτιατική | τον | παλαιστικό | την | παλαιστική | το | παλαιστικό |
| κλητική | παλαιστικέ | παλαιστική | παλαιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παλαιστικοί | οι | παλαιστικές | τα | παλαιστικά |
| γενική | των | παλαιστικών | των | παλαιστικών | των | παλαιστικών |
| αιτιατική | τους | παλαιστικούς | τις | παλαιστικές | τα | παλαιστικά |
| κλητική | παλαιστικοί | παλαιστικές | παλαιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παλαιστικός < αρχαία ελληνική < παλαιστής
Μεταφράσεις
παλαιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.