παλαίω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  παλαίω 
Παρατατικός
Μέλλοντας  παλαίσω 
Αόριστος  ἐπάλαισα    _ / ἐπαλαίσθην 
Παρακείμενος  πεπάλαικα   πεπάλαισμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

παλαίω < αβέβαιη λείπει η ετυμολογία Διαφορετικό το παλαιόω.

Ρήμα

παλαίω

  • αιολικός τύπος: πάλαιμι
  • βοιωτικός τύπος: παλήω

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.