βιοπαλαίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοπαλαίστρια οι βιοπαλαίστριες
      γενική της βιοπαλαίστριας των βιοπαλαιστριών
    αιτιατική τη βιοπαλαίστρια τις βιοπαλαίστριες
     κλητική βιοπαλαίστρια βιοπαλαίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βιοπαλαίστρια < βιοπαλαιστής + -τρια

Ουσιαστικό

βιοπαλαίστρια θηλυκό

  •  δείτε τη λέξη βιοπαλαιστής
  • μεροκαματιάρα, γυναίκα αγωνιζόμενη επαγγελματικά για την επιβίωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.