παλεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παλεύω < μεσαιωνική ελληνική παλεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈle.vo/
Ρήμα
παλεύω
- παίρνω μέρος σε αγώνα πάλης
- συγκρούομαι με κάποιον και προσπαθώ να τον νικήσω με τη σωματική μου δύναμη
- (μεταφορικά) αγωνίζομαι με κάποιον, επιδιώκοντας να τον νικήσω, π.χ. με επιχειρήματα, μάχομαι εναντίον δύσκολων συνθηκών
- προσπαθώ πάρα πολύ έντονα, με επιμονή και χωρίς να εγκαταλείπω
Εκφράσεις
Συγγενικά
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.