παλεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παλεύω < μεσαιωνική ελληνική παλεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈle.vo/

Ρήμα

παλεύω

  1. παίρνω μέρος σε αγώνα πάλης
  2. συγκρούομαι με κάποιον και προσπαθώ να τον νικήσω με τη σωματική μου δύναμη
  3. (μεταφορικά) αγωνίζομαι με κάποιον, επιδιώκοντας να τον νικήσω, π.χ. με επιχειρήματα, μάχομαι εναντίον δύσκολων συνθηκών
  4. προσπαθώ πάρα πολύ έντονα, με επιμονή και χωρίς να εγκαταλείπω

Εκφράσεις

  • (δεν) παλεύεται : για κατάσταση που (δεν) αφήνει περιθώρια επιτυχίας ή αίσιου τέλους
  • (δεν) την παλεύω : (δεν) τα καταφέρνω, (δεν) την βγάζω, (δεν) έχω πιθανότητες να επιλύσω κάποιο πρόβλημα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.