παλαίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαίστρια οι παλαίστριες
      γενική της παλαίστριας των παλαιστριών
    αιτιατική την παλαίστρια τις παλαίστριες
     κλητική παλαίστρια παλαίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαίστρια < παλαιστής + -τρια

Ουσιαστικό

παλαίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.